- κνεφάσῃ
- κνεφάζωcloud overaor subj mid 2nd sgκνεφάζωcloud overaor subj act 3rd sgκνεφάζωcloud overfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνεφάζω — (Α) [κνέφοις] καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζω («οἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek